ἄστοργα

ἄστοργα
ἄστοργος
without natural affection
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄστοργ' — ἄστοργα , ἄστοργος without natural affection neut nom/voc/acc pl ἄστοργε , ἄστοργος without natural affection masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκαταλείπω — (AM ἐγκαταλείπω) 1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ 2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ) 3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του») 4 …   Dictionary of Greek

  • μητρυιάζω — (Α) [μητρυιά] είμαι ή φέρομαι σκληρά και άστοργα, σαν μητριά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”